ανατιμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανατιμώ < αρχαία ελληνική ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ < τιμάω / τιμῶ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανατίμηση
- ανατιμητής
- → δείτε τις λέξεις ανά και τιμώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανατιμάω - ανατιμώ | ανατιμούσα | θα ανατιμάω - ανατιμώ | να ανατιμάω - ανατιμώ | ανατιμώντας | |
| β' ενικ. | ανατιμάς | ανατιμούσες | θα ανατιμάς | να ανατιμάς | ανατίμα - ανατίμαγε | |
| γ' ενικ. | ανατιμάει - ανατιμά | ανατιμούσε | θα ανατιμάει - ανατιμά | να ανατιμάει - ανατιμά | ||
| α' πληθ. | ανατιμάμε - ανατιμούμε | ανατιμούσαμε | θα ανατιμάμε - ανατιμούμε | να ανατιμάμε - ανατιμούμε | ||
| β' πληθ. | ανατιμάτε | ανατιμούσατε | θα ανατιμάτε | να ανατιμάτε | ανατιμάτε | |
| γ' πληθ. | ανατιμάν(ε) - ανατιμούν(ε) | ανατιμούσαν(ε) | θα ανατιμάν(ε) - ανατιμούν(ε) | να ανατιμάν(ε) - ανατιμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανατίμησα | θα ανατιμήσω | να ανατιμήσω | ανατιμήσει | ||
| β' ενικ. | ανατίμησες | θα ανατιμήσεις | να ανατιμήσεις | ανατίμα - ανατίμησε | ||
| γ' ενικ. | ανατίμησε | θα ανατιμήσει | να ανατιμήσει | |||
| α' πληθ. | ανατιμήσαμε | θα ανατιμήσουμε | να ανατιμήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανατιμήσατε | θα ανατιμήσετε | να ανατιμήσετε | ανατιμήστε | ||
| γ' πληθ. | ανατίμησαν ανατιμήσαν(ε) |
θα ανατιμήσουν(ε) | να ανατιμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανατιμήσει | είχα ανατιμήσει | θα έχω ανατιμήσει | να έχω ανατιμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανατιμήσει | είχες ανατιμήσει | θα έχεις ανατιμήσει | να έχεις ανατιμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανατιμήσει | είχε ανατιμήσει | θα έχει ανατιμήσει | να έχει ανατιμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανατιμήσει | είχαμε ανατιμήσει | θα έχουμε ανατιμήσει | να έχουμε ανατιμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανατιμήσει | είχατε ανατιμήσει | θα έχετε ανατιμήσει | να έχετε ανατιμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανατιμήσει | είχαν ανατιμήσει | θα έχουν ανατιμήσει | να έχουν ανατιμήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.