προσφέρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφέρω[1] < προσ- + φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈsfe.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σφέ‐ρω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐φέ‐ρω
Ρήμα
προσφέρω, αόρ.: πρόσφερα/προσέφερα, παθ.φωνή: προσφέρομαι, π.αόρ.: προσφέρθηκα, μτχ.π.π.: προσφερμένος
- δίνω κάτι σε κάποιον αφιλοκερδώς
- σερβίρω
- ↪ Καλώς ήλθατε! Τι θα σας προσφέρουμε; Να σας προσφέρω ένα γλυκό του κουταλιού;
- πουλάω ένα προϊόν ή μια υπηρεσία με την υπόσχεση της ποιότητας ή/και της καλής τιμής
- μια ιδιότητα κάποιου ή από κάτι που μας την δίνει ή δείχνει και ικανοποιούμαστε από αυτή
- ↪ προσφέρει διασκέδαση με το κωμικό του ταλέντο
- → δείτε και την παθητική φωνή προσφέρομαι
- και το τρίτο πρόσωπο: προσφέρεται
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- προσφέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- προσφέρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσφέρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.