προσφέρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφέρω[1] < προσ- + φέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈsfe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσφέρω
παλιότερος συλλαβισμός: προσφέρω

Ρήμα

προσφέρω, αόρ.: πρόσφερα/προσέφερα, παθ.φωνή: προσφέρομαι, π.αόρ.: προσφέρθηκα, μτχ.π.π.: προσφερμένος

  1. δίνω κάτι σε κάποιον αφιλοκερδώς
  2. σερβίρω
    Καλώς ήλθατε! Τι θα σας προσφέρουμε; Να σας προσφέρω ένα γλυκό του κουταλιού;
  3. πουλάω ένα προϊόν ή μια υπηρεσία με την υπόσχεση της ποιότητας ή/και της καλής τιμής
     δείτε και τις λέξεις προσφορά και ζήτηση
  4. μια ιδιότητα κάποιου ή από κάτι που μας την δίνει ή δείχνει και ικανοποιούμαστε από αυτή
    προσφέρει διασκέδαση με το κωμικό του ταλέντο
  5.  δείτε και την παθητική φωνή  προσφέρομαι
    και το τρίτο πρόσωπο: προσφέρεται

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσφέρω < προσ- + φέρω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.