ποινή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποινή | οι | ποινές |
| γενική | της | ποινής | των | ποινών |
| αιτιατική | την | ποινή | τις | ποινές |
| κλητική | ποινή | ποινές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποινή < αρχαία ελληνικήποινή
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈni/
Ουσιαστικό
ποινή θηλυκό
- τιμωρία που επιβάλλεται σε κάποιον που έκανε ένα αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα ή παραβίασε / αθέτησε γραπτή συμφωνία
- Ήξεραν πως αν τους έπιαναν η ποινή θα ήταν θάνατος. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Συγγενικά
Αντώνυμα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.