απονέμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απονέμω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπονέμω < ἀπό + νέμω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική attribuer[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈne.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απονέμω

Ρήμα

απονέμω (παθητική φωνή: απονέμομαι)

  1. προσφέρω τιμές, τίτλο ή επιβράβευση
    Η διευθύντρια απονέμει τα μετάλλια που κέρδισαν τα παιδιά στους σχολικούς αγώνες.
  2. (γενικότερα) παρέχω, διανέμω

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις από και νέμω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.