τιμώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τιμώμαι | τιμόμουν | θα τιμώμαι | να τιμώμαι | ||
| β' ενικ. | τιμάσαι | τιμόσουν | θα τιμάσαι | να τιμάσαι | ||
| γ' ενικ. | τιμάται | τιμόταν | θα τιμάται | να τιμάται | ||
| α' πληθ. | τιμώμεθα - τιμόμαστε | τιμόμασταν | θα τιμώμεθα - τιμόμαστε | να τιμώμεθα - τιμόμαστε | ||
| β' πληθ. | τιμάσθε - τιμάστε | τιμόσασταν | θα τιμάσθε - τιμάστε | να τιμάσθε - τιμάστε | τιμάσθε - τιμάστε | |
| γ' πληθ. | τιμώνται | τιμόνταν - τιμόντουσαν | θα τιμώνται | να τιμώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τιμήθηκα | θα τιμηθώ | να τιμηθώ | τιμηθεί | ||
| β' ενικ. | τιμήθηκες | θα τιμηθείς | να τιμηθείς | τιμήσου | ||
| γ' ενικ. | τιμήθηκε | θα τιμηθεί | να τιμηθεί | |||
| α' πληθ. | τιμηθήκαμε | θα τιμηθούμε | να τιμηθούμε | |||
| β' πληθ. | τιμηθήκατε | θα τιμηθείτε | να τιμηθείτε | τιμηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τιμήθηκαν τιμηθήκαν(ε) |
θα τιμηθούν(ε) | να τιμηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τιμηθεί | είχα τιμηθεί | θα έχω τιμηθεί | να έχω τιμηθεί | τιμημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τιμηθεί | είχες τιμηθεί | θα έχεις τιμηθεί | να έχεις τιμηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τιμηθεί | είχε τιμηθεί | θα έχει τιμηθεί | να έχει τιμηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τιμηθεί | είχαμε τιμηθεί | θα έχουμε τιμηθεί | να έχουμε τιμηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τιμηθεί | είχατε τιμηθεί | θα έχετε τιμηθεί | να έχετε τιμηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τιμηθεί | είχαν τιμηθεί | θα έχουν τιμηθεί | να έχουν τιμηθεί | ||
Μεταφράσεις
τιμώμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.