υπερεκτιμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερεκτιμώ < μεσαιωνική ελληνική υπερεκτιμώ < υπερ- + εκτιμώ

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.ɾe.ktiˈmo/

Ρήμα

υπερεκτιμώ (παθητική φωνή: υπερεκτιμώμαι)

  • αποδίδω σε κάποιον ή κάτι μεγαλύτερη αξία από αυτήν που πραγματικά έχει

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.