τιμώντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
τιμώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τιμάω / τιμώ
- Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι, τιμώντας τον αγωνιστή και την προσφορά του στον τόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.