εκτιμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκτιμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτιμῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκτιμάω < ἐκ- + τιμάω / τιμῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ktiˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκτιμώ
παλιότερος συλλαβισμός: εκτιμώ

Ρήμα

εκτιμώ, πρτ.: εκτιμούσα, αόρ.: εκτίμησα/εξετίμησα, παθ.φωνή: εκτιμώμαι, π.αόρ.: εκτιμήθηκα, μτχ.π.π.: εκτιμημένος

  1. κάνω μια εκτίμηση, έναν υπολογισμό για την αξία (ή την έκταση, το μέγεθος κ.λπ.) κάποιων πραγμάτων
    εκτιμώ την αξία της περιουσίας
     συνώνυμα: υπολογίζω, αποτιμώ
  2. έχω θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
    Αγαπητέ μου, εξετίμησα την προσπάθειά σας, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
     συνώνυμα: υπολήπτομαι

εκτιμάω/εκτιμώ, πρτ.: εκτιμούσα/εκτίμαγα, αόρ.: εκτίμησα, παθ.φωνή: εκτιμιέμαι, π.αόρ.: εκτιμήθηκα, μτχ.π.π.: εκτιμημένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.