διάκριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάκριση οι διακρίσεις
      γενική της διάκρισης* των διακρίσεων
    αιτιατική τη διάκριση τις διακρίσεις
     κλητική διάκριση διακρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάκριση < αρχαία ελληνική διάκρισις < διακρίνω

Ουσιαστικό

διάκριση θηλυκό

  1. ο διαχωρισμός των εννοιών, ατόμων, αντικειμένων κ.λπ που προκύπτει από την κατανόηση των διαφορών μεταξύ τους
    είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης
  2. ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων
    διάκριση των εξουσιών
  3. η διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων που προκύπτει από προκαταλήψεις ή συμφέροντα
    πρέπει να βάλουμε τέλος στις διακρίσεις εις βάρος των μειονοτήτων
  4. η έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς κάποιου
    το βραβείο Νόμπελ είναι η ανώτατη διάκριση για έναν επιστήμονα
  5. η εξουσία που έχει κάποιος να χειρίζεται όπως θέλει μια κατάσταση
    το αφήνω στη διάκρισή σας

Συγγενικά

Διαφοροποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.