πολυτίμητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυτίμητος | η | πολυτίμητη | το | πολυτίμητο |
| γενική | του | πολυτίμητου | της | πολυτίμητης | του | πολυτίμητου |
| αιτιατική | τον | πολυτίμητο | την | πολυτίμητη | το | πολυτίμητο |
| κλητική | πολυτίμητε | πολυτίμητη | πολυτίμητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυτίμητοι | οι | πολυτίμητες | τα | πολυτίμητα |
| γενική | των | πολυτίμητων | των | πολυτίμητων | των | πολυτίμητων |
| αιτιατική | τους | πολυτίμητους | τις | πολυτίμητες | τα | πολυτίμητα |
| κλητική | πολυτίμητοι | πολυτίμητες | πολυτίμητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυτίμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυτίμητος
Μεταφράσεις
πολυτίμητος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.