φιλοτιμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιλοτιμώ < φιλοτιμούμαι < αρχαία ελληνική φιλοτιμέομαι-οῦμαι

Ρήμα

φιλοτιμώ

  1. σχετικά αδόκιμο στην ενεργητική φωνή, με θεωρητική σημασία άγω κάποιον στη φιλοτιμία, τον φέρνω στο φιλότιμο, διεγείρω το φιλότιμό του
    Προσπάθησα να τον φιλοτιμήσω θυμίζοντάς του τις υποχρεώσεις του
  2. φιλοτιμούμαι (λαϊκά: φιλοτιμιέμαι)  : φέρομαι φιλότιμα, κατά κανόνα κατόπιν πίεσης

φιλοτιμούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.