κενοτάφιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κενοτάφιον | τὰ | κενοτάφιᾰ |
| γενική | τοῦ | κενοταφίου | τῶν | κενοταφίων |
| δοτική | τῷ | κενοταφίῳ | τοῖς | κενοταφίοις |
| αιτιατική | τὸ | κενοτάφιον | τὰ | κενοτάφιᾰ |
| κλητική ὦ! | κενοτάφιον | κενοτάφιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κενοταφίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κενοταφίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- κενοτάφιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κενοτάφιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.