ταφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταφικός | η | ταφική | το | ταφικό |
| γενική | του | ταφικού | της | ταφικής | του | ταφικού |
| αιτιατική | τον | ταφικό | την | ταφική | το | ταφικό |
| κλητική | ταφικέ | ταφική | ταφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταφικοί | οι | ταφικές | τα | ταφικά |
| γενική | των | ταφικών | των | ταφικών | των | ταφικών |
| αιτιατική | τους | ταφικούς | τις | ταφικές | τα | ταφικά |
| κλητική | ταφικοί | ταφικές | ταφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταφικός < ταφή + -ικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.