απόλυτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απόλυτα, μετάπλαση του απολύτως στη δημοτική

Επίρρημα

απόλυτα

  1. κατά απόλυτο τρόπο
    μη μιλάς τόσο απόλυτα, κράτα και μερικές επιφυλάξεις
  2. (γραμματική) (και απολύτως) χωρίς εξάρτηση από άλλο συντακτικό όρο
    το απαρέμφατο χρησιμοποιείται απόλυτα σε στερεότυπες. εκφράσεις ως προσδιορισµός ή της αναφοράς ή του σκοπού
  3. (και απολύτως) σε απόλυτο βαθμό, εντελώς, τελείως
    είμαι απόλυτα βέβαιος

Σημειώσεις

Στη σημασία #3 και πριν από αρνητικές αντωνυμίες χρησιμοποιείται πάντα το απολύτως. Π.χ. δεν χρειάζομαι απολύτως τίποτε.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.