ταφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταφή | οι | ταφές |
| γενική | της | ταφής | των | ταφών |
| αιτιατική | την | ταφή | τις | ταφές |
| κλητική | ταφή | ταφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταφή < αρχαία ελληνική ταφή <αρχαία ελληνική θέμα ταφ- του ρήματος θάπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈfi/
Ουσιαστικό
ταφή θηλυκό
- η τελετουργική τοποθέτηση ενός νεκρού στο χώμα
- ≈ συνώνυμα: ενταφιασμός
- ≠ αντώνυμα: εκταφή
- όλοι δάκρυσαν στην ταφή του αδικοχαμένου ηθοποιού
- το να θάβεται κάτι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ταφή θηλυκό
- θάψιμο
- τρόπος ταφής
- δαπάνη για την ταφή, έξοδα κηδείας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.