Μυκήνες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Μυκήνες
      γενική των Μυκηνών
    αιτιατική τις Μυκήνες
     κλητική Μυκήνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μυκήνες < αρχαία ελληνική Μυκῆναι

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈci.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μυκήνες

Κύριο όνομα

Μυκήνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. πεδινό χωριό της Ελλάδας στον νομό Αργολίδας
     συνώνυμα: (παρωχημένο) Χαρβάτι
  2. (αρχαιολογία, ιστορία) αρχαία πόλη και αρχαιολογικός τόπος της Ελλάδας στην Αργολίδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.