κοινοτάφιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κοινοτάφιον τὰ κοινοτάφι
      γενική τοῦ κοινοταφίου τῶν κοινοταφίων
      δοτική τῷ κοινοταφί τοῖς κοινοταφίοις
    αιτιατική τὸ κοινοτάφιον τὰ κοινοτάφι
     κλητική ! κοινοτάφιον κοινοτάφι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοινοταφίω
γεν-δοτ τοῖν  κοινοταφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινοτάφιον < κοινο- + τάφ(ος) + -ιον

Ουσιαστικό

κοινοτάφιον ουδέτερο

  • δημόσιο μνήμα, κοινοτάφιο
    ῞Οτι εἰ μὲν τετέλεσται σιωπηρῶς ἡ περὶ τοῦ κοινοταφίου τῶν νεκρῶν ἐνταῦθα γενομένη συμβουλή, οὐκ ἀναγκαῖον ἐξετάζειν. ( Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 2, 468, 4)

Συγγενικά

  • κοινοταφής (σε επιγραφή)

 και δείτε τις λέξεις κοινός και τάφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.