ταφόπλακα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταφόπλακα οι ταφόπλακες
      γενική της ταφόπλακας
    αιτιατική την ταφόπλακα τις ταφόπλακες
     κλητική ταφόπλακα ταφόπλακες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταφόπλακα < τάφ(ος) + -ό- + πλάκα
Μαρμάρινη ταφόπλακα.

Ουσιαστικό

ταφόπλακα θηλυκό

  1. η πλάκα που σκεπάζει έναν τάφο, η ταφόπετρα
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε ματαιώνει οριστικά ένα σχέδιο, μια προσπάθεια κ.λπ.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.