ταφόπλακα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταφόπλακα | οι | ταφόπλακες |
| γενική | της | ταφόπλακας | — | |
| αιτιατική | την | ταφόπλακα | τις | ταφόπλακες |
| κλητική | ταφόπλακα | ταφόπλακες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ταφόπλακα θηλυκό
Πηγές
- ταφόπλακα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)