ξεθάβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεθάβω < ξε- + θάβω (ή < (ελληνιστική κοινή) ἐκθάπτω)

Ρήμα

ξεθάβω (παθητική φωνή: ξεθάβομαι)

  1. σκάβω και βγάζω από το χώμα κάποιον/κάτι που ήταν θαμμένο(ς)
    συνηθίζεται μετά από τρία χρόνια να ξεθάβουν τους νεκρούς και να μεταφέρουν τα οστά τους στο οστεοφυλάκιο
  2. (μεταφορικά) φέρνω ξανά στην επιφάνεια κάτι ξεχασμένο
    πού πήγες και ξέθαψες αυτή την υπόθεση!

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.