αγιοταφίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγιοταφίτης | οι | αγιοταφίτες |
| γενική | του | αγιοταφίτη | των | αγιοταφιτών |
| αιτιατική | τον | αγιοταφίτη | τους | αγιοταφίτες |
| κλητική | αγιοταφίτη | αγιοταφίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝo.taˈfi.tis/
Ουσιαστικό
αγιοταφίτης αρσενικό (θηλυκό αγιοταφίτισσα)
- (χριστιανισμός) μοναχός ή προσκυνητής του Παναγίου Τάφου [2]
- για τους μοναχούς της μοναστικής αδελφότητας → δείτε τη λέξη Αγιοταφίτης
Συγγενικά
- αγιοταφικός
- αγιοταφίτικος, αγιοταφιτικός
- → και δείτε τις λέξεις άγιος και τάφος
Μεταφράσεις
αγιοταφίτης
|
|
Αναφορές
- αγιοταφίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.