εχέμυθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εχέμυθος | η | εχέμυθη | το | εχέμυθο |
| γενική | του | εχέμυθου | της | εχέμυθης | του | εχέμυθου |
| αιτιατική | τον | εχέμυθο | την | εχέμυθη | το | εχέμυθο |
| κλητική | εχέμυθε | εχέμυθη | εχέμυθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εχέμυθοι | οι | εχέμυθες | τα | εχέμυθα |
| γενική | των | εχέμυθων | των | εχέμυθων | των | εχέμυθων |
| αιτιατική | τους | εχέμυθους | τις | εχέμυθες | τα | εχέμυθα |
| κλητική | εχέμυθοι | εχέμυθες | εχέμυθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εχέμυθος < (ελληνιστική κοινή) ἐχέμυθος < αρχαία ελληνική ἔχω + μῦθος
Επίθετο
εχέμυθος, -η, -ο
- που κρατάει μυστικά, που μπορεί κάποιος να του εκμυστηρεύεται πράγματα
- Η ανασφάλεια για την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και η ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή οδήγησε πολλούς Eλληνες στον εκπατρισμό των χρημάτων τους προς πιο ασφαλείς προορισμούς. Ένας από αυτούς είναι και η Ελβετία, παραδοσιακός τόπος υποδοχής των ελληνικών καταθέσεων, που χαρακτηρίζεται διαχρονικά από τη διακριτική μεταχείριση των χρημάτων και την εχέμυθη αντιμετώπιση των ιδιοκτητών τους. (*)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.