σύνδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σύνδεσμος | οι | σύνδεσμοι |
| γενική | του | συνδέσμου & σύνδεσμου |
των | συνδέσμων |
| αιτιατική | τον | σύνδεσμο | τους | συνδέσμους & σύνδεσμους |
| κλητική | σύνδεσμε | σύνδεσμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύνδεσμος < αρχαία ελληνική σύνδεσμος < συνδέω < σύν + δέω
Ουσιαστικό
σύνδεσμος αρσενικό
- (γραμματική) άκλιτη λέξη που συνδέει λέξεις ή φράσεις
- (γενικά) κάθε τι που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα
- οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό
- (τεχνολογία του αυτοκινήτου) μέλος του συστήματος ανάρτησης που διαθέτει μια άρθρωση σε κάθε άκρο
- (ανατομία) λευκός, ινώδης ιστός που συνδέει και συγκρατεί τα οστά ή τα σπλάχνα
- (στρατιωτικός όρος) μέσο επικοινωνίας (έκφραση που καλύπτει είτε τεχνικά είτε ανθρώπινα μέσα)
- (πληροφορική) link: ο υπερσύνδεσμος σε ένα υπερκείμενο, που οδηγεί σε άλλο υπερκείμενο, όπως οι σύνδεσμοι σε μια γλώσσα σήμανσης σαν την HTML
Σύνθετα
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
σύνδεσμος (γραμματική)
|
κάθε τι που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα
|
οργανωμένη ομάδα ανθρώπων
|
σύνδεσμος (ανατομία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.