σύνδεσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σύνδεσμος οι σύνδεσμοι
      γενική του συνδέσμου
& σύνδεσμου
των συνδέσμων
    αιτιατική τον σύνδεσμο τους συνδέσμους
& σύνδεσμους
     κλητική σύνδεσμε σύνδεσμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνδεσμος < αρχαία ελληνική σύνδεσμος < συνδέω < σύν + δέω

Ουσιαστικό

σύνδεσμος αρσενικό

  1. (γραμματική) άκλιτη λέξη που συνδέει λέξεις ή φράσεις
  2. (γενικά) κάθε τι που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα
  3. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό
  4. (τεχνολογία του αυτοκινήτου) μέλος του συστήματος ανάρτησης που διαθέτει μια άρθρωση σε κάθε άκρο
  5. (ανατομία) λευκός, ινώδης ιστός που συνδέει και συγκρατεί τα οστά ή τα σπλάχνα
  6. (στρατιωτικός όρος) μέσο επικοινωνίας (έκφραση που καλύπτει είτε τεχνικά είτε ανθρώπινα μέσα)
  7. (πληροφορική) link: ο υπερσύνδεσμος σε ένα υπερκείμενο, που οδηγεί σε άλλο υπερκείμενο, όπως οι σύνδεσμοι σε μια γλώσσα σήμανσης σαν την HTML
    Υπώνυμα: εξωτερικός σύνδεσμος, εσωτερικός σύνδεσμος, εισερχόμενος σύνδεσμος

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.