ινώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ινώδης | η | ινώδης | το | ινώδες |
| γενική | του | ινώδους | της | ινώδους | του | ινώδους |
| αιτιατική | τον | ινώδη | την | ινώδη | το | ινώδες |
| κλητική | ινώδη(ς) | ινώδης | ινώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ινώδεις | οι | ινώδεις | τα | ινώδη |
| γενική | των | ινωδών | των | ινωδών | των | ινωδών |
| αιτιατική | τους | ινώδεις | τις | ινώδεις | τα | ινώδη |
| κλητική | ινώδεις | ινώδεις | ινώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ινώδης < αρχαία ελληνική ἰνώδης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ίνα
Μεταφράσεις
ινώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.