άκλιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκλιτος | η | άκλιτη | το | άκλιτο |
| γενική | του | άκλιτου | της | άκλιτης | του | άκλιτου |
| αιτιατική | τον | άκλιτο | την | άκλιτη | το | άκλιτο |
| κλητική | άκλιτε | άκλιτη | άκλιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκλιτοι | οι | άκλιτες | τα | άκλιτα |
| γενική | των | άκλιτων | των | άκλιτων | των | άκλιτων |
| αιτιατική | τους | άκλιτους | τις | άκλιτες | τα | άκλιτα |
| κλητική | άκλιτοι | άκλιτες | άκλιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άκλιτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄκλιτος < α- στερητικό + κλιτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.kli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κλι‐τος
Επίθετο
άκλιτος, -η, -ο
- (γραμματική, για λέξη) που δεν κλίνεται
- ↪ αρκετές ελληνικές λέξεις αγγλικής προέλευσης είναι άκλιτες
- (γλωσσολογία, για γλώσσα) χωρίς κλιτικό σύστημα
- ↪ τα κινέζικα είναι άκλιτη γλώσσα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
άκλιτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.