σπλάχνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπλάχνο τα σπλάχνα
      γενική του σπλάχνου των σπλάχνων
    αιτιατική το σπλάχνο τα σπλάχνα
     κλητική σπλάχνο σπλάχνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπλάχνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπλάχνον < αρχαία ελληνική σπλάγχνον [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈspla.xno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπλάχνο

Ουσιαστικό

σπλάχνο ουδέτερο

  1. γενική ονομασία για οποιοδήποτε από τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου ή άλλου ζωικού οργανισμού, κυρίως γι αυτά που βρίσκονται στην κοιλιακή χώρα, αλλά και τα πνευμόνια, τα γεννητικά όργανα και την καρδιά
  2. (συνεκδοχικά) (κυρίως ως προς τη μητέρα) το παιδί
      Έσκυψε γρήγορα με λαχτάρα και σφιχταγκάλιασε για στερνή φορά το σπλάχνο της. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
  3. (μεταφορικά) το εσωτερικό μέρος σε κάτι που θέλουμε να το παρουσιάσουμε σαν ζωντανό οργανισμό
  4. (αργκό) η γκόμενα
    καθόταν απόμερα με το σπλάχνο και σορόπιαζε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.