σπλάχνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπλάχνο | τα | σπλάχνα |
| γενική | του | σπλάχνου | των | σπλάχνων |
| αιτιατική | το | σπλάχνο | τα | σπλάχνα |
| κλητική | σπλάχνο | σπλάχνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπλάχνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπλάχνον < αρχαία ελληνική σπλάγχνον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspla.xno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπλά‐χνο
Ουσιαστικό
σπλάχνο ουδέτερο
- γενική ονομασία για οποιοδήποτε από τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου ή άλλου ζωικού οργανισμού, κυρίως γι αυτά που βρίσκονται στην κοιλιακή χώρα, αλλά και τα πνευμόνια, τα γεννητικά όργανα και την καρδιά
- (συνεκδοχικά) (κυρίως ως προς τη μητέρα) το παιδί
- ※ Έσκυψε γρήγορα με λαχτάρα και σφιχταγκάλιασε για στερνή φορά το σπλάχνο της. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
- (μεταφορικά) το εσωτερικό μέρος σε κάτι που θέλουμε να το παρουσιάσουμε σαν ζωντανό οργανισμό
- (αργκό) η γκόμενα
- ↪ καθόταν απόμερα με το σπλάχνο και σορόπιαζε
Συγγενικά
|
|
Αναφορές
- σπλάχνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.