συνδέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνδέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνδέω ("δένω μαζί"). Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δέω (>δένω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sinˈðe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δέ‐ω
Ρήμα
συνδέω, αόρ.: σύνδεσα/συνέδεσα, παθ.φωνή: συνδέομαι, π.αόρ.: συνδέθηκα, μτχ.π.π.: συνδεδεμένος
- ενώνω δύο πράγματα με υλικό ή άυλο δεσμό, ώστε να αποτελέσουν ένα σύνολο ή να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
- ↪ Αγόρασα καλώδιο για να συνδέσω τους δύο υπολογιστές.
- ↪ Κατασκευάζουν έναν εναέριο διάδρομο, για να συνδέσουν τις δύο απομακρυσμένες πτέρυγες με το κυρίως κτήριο.
- εντάσσω κάτι σε ένα σύνολο ή ένα δίκτυο.
- ↪ Ήρθε το συνεργείο του δήμου για να μας συνδέσει με το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης.
- συσχετίζω, υποθέτω ότι υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ δύο στοιχείων ή δείχνω την ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης.
- ↪ Οι αστυνομικοί δεν έχουν καταφέρει ακόμη να συνδέσουν τα ευρήματα από τον τόπο του εγκλήματος με τον κύριο ύποπτο.
- είμαι το στοιχείο που ενώνει δύο πράγματα μεταξύ τους.
- ↪ Τους συνδέει μακροχρόνια φιλία
- ↪ Έσπασε ο σωλήνας που μας συνδέει με το δίκτυο ύδρευσης.
- (δίκτυο υπολογιστών) interface: τοποθετώ συσκευή (υπολογιστή, εκτυπωτή, κλπ.) σε δίκτυο μέσω δικτυακής διεπαφής (θύρας)
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνδέω | σύνδεα | θα συνδέω | να συνδέω | συνδέοντας | |
| β' ενικ. | συνδέεις | σύνδεες | θα συνδέεις | να συνδέεις | σύνδεε | |
| γ' ενικ. | συνδέει | σύνδεε | θα συνδέει | να συνδέει | ||
| α' πληθ. | συνδέουμε | συνδέαμε | θα συνδέουμε | να συνδέουμε | ||
| β' πληθ. | συνδέετε | συνδέατε | θα συνδέετε | να συνδέετε | συνδέετε | |
| γ' πληθ. | συνδέουν(ε) | σύνδεαν συνδέαν(ε) |
θα συνδέουν(ε) | να συνδέουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σύνδεσα | θα συνδέσω | να συνδέσω | συνδέσει | ||
| β' ενικ. | σύνδεσες | θα συνδέσεις | να συνδέσεις | σύνδεσε | ||
| γ' ενικ. | σύνδεσε | θα συνδέσει | να συνδέσει | |||
| α' πληθ. | συνδέσαμε | θα συνδέσουμε | να συνδέσουμε | |||
| β' πληθ. | συνδέσατε | θα συνδέσετε | να συνδέσετε | συνδέστε | ||
| γ' πληθ. | σύνδεσαν συνδέσαν(ε) |
θα συνδέσουν(ε) | να συνδέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνδέσει | είχα συνδέσει | θα έχω συνδέσει | να έχω συνδέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνδέσει | είχες συνδέσει | θα έχεις συνδέσει | να έχεις συνδέσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνδέσει | είχε συνδέσει | θα έχει συνδέσει | να έχει συνδέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνδέσει | είχαμε συνδέσει | θα έχουμε συνδέσει | να έχουμε συνδέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνδέσει | είχατε συνδέσει | θα έχετε συνδέσει | να έχετε συνδέσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνδέσει | είχαν συνδέσει | θα έχουν συνδέσει | να έχουν συνδέσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνδέομαι | συνδεόμουν(α) | θα συνδέομαι | να συνδέομαι | συνδεόμενος | |
| β' ενικ. | συνδέεσαι | συνδεόσουν(α) | θα συνδέεσαι | να συνδέεσαι | — | |
| γ' ενικ. | συνδέεται | συνδεόταν(ε) | θα συνδέεται | να συνδέεται | ||
| α' πληθ. | συνδεόμαστε | συνδεόμαστε συνδεόμασταν |
θα συνδεόμαστε | να συνδεόμαστε | ||
| β' πληθ. | συνδέεστε | συνδεόσαστε συνδεόσασταν |
θα συνδέεστε | να συνδέεστε | (συνδέεστε) | |
| γ' πληθ. | συνδέονται | συνδέονταν συνδεόντουσαν |
θα συνδέονται | να συνδέονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνδέθηκα | θα συνδεθώ | να συνδεθώ | συνδεθεί | ||
| β' ενικ. | συνδέθηκες | θα συνδεθείς | να συνδεθείς | συνδέσου | ||
| γ' ενικ. | συνδέθηκε | θα συνδεθεί | να συνδεθεί | |||
| α' πληθ. | συνδεθήκαμε | θα συνδεθούμε | να συνδεθούμε | |||
| β' πληθ. | συνδεθήκατε | θα συνδεθείτε | να συνδεθείτε | συνδεθείτε | ||
| γ' πληθ. | συνδέθηκαν συνδεθήκαν(ε) |
θα συνδεθούν(ε) | να συνδεθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνδεθεί | είχα συνδεθεί | θα έχω συνδεθεί | να έχω συνδεθεί | συνδεδεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνδεθεί | είχες συνδεθεί | θα έχεις συνδεθεί | να έχεις συνδεθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνδεθεί | είχε συνδεθεί | θα έχει συνδεθεί | να έχει συνδεθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνδεθεί | είχαμε συνδεθεί | θα έχουμε συνδεθεί | να έχουμε συνδεθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνδεθεί | είχατε συνδεθεί | θα έχετε συνδεθεί | να έχετε συνδεθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνδεθεί | είχαν συνδεθεί | θα έχουν συνδεθεί | να έχουν συνδεθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνδεδεμένος - είμαστε, είστε, είναι συνδεδεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνδεδεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνδεδεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνδεδεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνδεδεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνδεδεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνδεδεμένοι | |||||
Μεταφράσεις
συνδέω
|
Αναφορές
- συνδέω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
- ξυνδέω (αττικός τύπος )
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Αναφορές
- συνδέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνδέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.