συνδέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνδέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνδέω ("δένω μαζί"). Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δέω (>δένω)

Προφορά

ΔΦΑ : /sinˈðe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνδέω

Ρήμα

συνδέω, αόρ.: σύνδεσα/συνέδεσα, παθ.φωνή: συνδέομαι, π.αόρ.: συνδέθηκα, μτχ.π.π.: συνδεδεμένος

  1. ενώνω δύο πράγματα με υλικό ή άυλο δεσμό, ώστε να αποτελέσουν ένα σύνολο ή να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
    Αγόρασα καλώδιο για να συνδέσω τους δύο υπολογιστές.
    Κατασκευάζουν έναν εναέριο διάδρομο, για να συνδέσουν τις δύο απομακρυσμένες πτέρυγες με το κυρίως κτήριο.
  2. εντάσσω κάτι σε ένα σύνολο ή ένα δίκτυο.
    Ήρθε το συνεργείο του δήμου για να μας συνδέσει με το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης.
  3. συσχετίζω, υποθέτω ότι υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ δύο στοιχείων ή δείχνω την ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης.
    Οι αστυνομικοί δεν έχουν καταφέρει ακόμη να συνδέσουν τα ευρήματα από τον τόπο του εγκλήματος με τον κύριο ύποπτο.
  4. είμαι το στοιχείο που ενώνει δύο πράγματα μεταξύ τους.
    Τους συνδέει μακροχρόνια φιλία
    Έσπασε ο σωλήνας που μας συνδέει με το δίκτυο ύδρευσης.
  5. (δίκτυο υπολογιστών) interface: τοποθετώ συσκευή (υπολογιστή, εκτυπωτή, κλπ.) σε δίκτυο μέσω δικτυακής διεπαφής (θύρας)

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συν και δένω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συνδέω < συν- + δέω

Ουσιαστικό

συνδέω θηλυκό

  • ξυνδέω (αττικός τύπος)

Κλίση

λείπει η κλίση

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.