μέλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέλος | τα | μέλη |
| γενική | του | μέλους | των | μελών |
| αιτιατική | το | μέλος | τα | μέλη |
| κλητική | μέλος | μέλη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.los/
Ουσιαστικό
μέλος ουδέτερο
- (ανατομία) τμήμα του σώματος το οποίο εκτελεί συγκεκριμένη εργασία (πχ. πόδι, χέρι, κεφάλι, δάκτυλο)
- οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού ιδιαίτερης λειτουργίας
- ο άνθρωπος που συμμετέχει σε επιτροπή, αποστολή, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
- κάθε χώρα (κράτος) συνασπισμού χωρών (οικονομικού, θρησκευτικού, εμπορικού, συμμαχικού κ.λπ)
- (μεταφορικά) άνθρωπος ο οποίος εντάσσεται σε μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό και δραστηριότητα
- (μουσική) το χορικό ή λυρικό άσμα
- (μουσική) η μελωδία
- (θεωρία συνόλων) συνώνυμο του στοιχείο συνόλου
- (πληροφορική) μία από τις οντότητες (μεταβλητές, τύποι δεδομένων, συναρτήσεις, κλπ.) που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μελεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | μέλος | τὰ | μέλη - μέλεᾰ | |
| γενική | τοῦ | μέλους - μέλεος | τῶν | μελῶν - μελέων | |
| δοτική | τῷ | μέλει - μέλεῐ̈ | τοῖς | μέλεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | μέλος | τὰ | μέλη - μέλεα | |
| κλητική ὦ! | μέλος | μέλη - μέλεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέλει - μέλεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μελοῖν - μελέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
μέλος ουδέτερο
Πηγές
- μέλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.