μέλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέλος τα μέλη
      γενική του μέλους των μελών
    αιτιατική το μέλος τα μέλη
     κλητική μέλος μέλη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.los/

Ουσιαστικό

μέλος ουδέτερο

  1. (ανατομία) τμήμα του σώματος το οποίο εκτελεί συγκεκριμένη εργασία (πχ. πόδι, χέρι, κεφάλι, δάκτυλο)
  2. οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού ιδιαίτερης λειτουργίας
  3. ο άνθρωπος που συμμετέχει σε επιτροπή, αποστολή, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
  4. κάθε χώρα (κράτος) συνασπισμού χωρών (οικονομικού, θρησκευτικού, εμπορικού, συμμαχικού κ.λπ)
  5. (μεταφορικά) άνθρωπος ο οποίος εντάσσεται σε μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό και δραστηριότητα
  6. (μουσική) το χορικό ή λυρικό άσμα
  7. (μουσική) η μελωδία
  8. (θεωρία συνόλων) συνώνυμο του στοιχείο συνόλου
  9. (πληροφορική) μία από τις οντότητες (μεταβλητές, τύποι δεδομένων, συναρτήσεις, κλπ.) που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μελεσ-
ονομαστική τὸ μέλος τὰ μέλη - μέλε
      γενική τοῦ μέλους - μέλεος τῶν μελῶν - μελέων
      δοτική τῷ μέλει - μέλεῐ̈ τοῖς μέλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ μέλος τὰ μέλη - μέλεα
     κλητική ! μέλος μέλη - μέλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέλει - μέλεε
γεν-δοτ τοῖν  μελοῖν - μελέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)

Ουσιαστικό

μέλος ουδέτερο

  1. (ανατομία) μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου
  2. (μουσική) τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος
  3. (μουσική) μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.