συνδικάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνδικάτο τα συνδικάτα
      γενική του συνδικάτου των συνδικάτων
    αιτιατική το συνδικάτο τα συνδικάτα
     κλητική συνδικάτο συνδικάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνδικάτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική syndicat [1] (ένωση για την υπεράσπιση κοινών συμφερόντων, επαγγελματικό ή εργατικό σωματείο) < syndic (υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας, εκπρόσωπος μιας περιοχής) < λατινική syndicus (εκπρόσωπος της πόλης) < αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος, υπερασπιστής)

Ουσιαστικό

συνδικάτο ουδέτερο

  1. ένωση ή κοινοπραξία φυσικών ή νομικών προσώπων για επίτευξη κοινών συμφερόντων και στόχων
  2. οργάνωση επαγγελματιών ή εργαζομένων ενός επαγγέλματος

Συγγενικά

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.