συνδετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδετικός η συνδετική το συνδετικό
      γενική του συνδετικού της συνδετικής του συνδετικού
    αιτιατική τον συνδετικό τη συνδετική το συνδετικό
     κλητική συνδετικέ συνδετική συνδετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδετικοί οι συνδετικές τα συνδετικά
      γενική των συνδετικών των συνδετικών των συνδετικών
    αιτιατική τους συνδετικούς τις συνδετικές τα συνδετικά
     κλητική συνδετικοί συνδετικές συνδετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνδετικός < ελληνιστική κοινή συνδετικός < συνδέτης < αρχαία ελληνική συνδέω < σύν + δέω

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.ðe.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνδετικός

Επίθετο

συνδετικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με σύνδεση ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) συνδετικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.