association

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
association associations

Ετυμολογία

association < λατινική associatio, associate + -ion

Προφορά

ΔΦΑ : /əˌsəʊʃiˈeɪʃən/ & /əˌsəʊsiˈeɪʃən/
 

Ουσιαστικό

association (en)

  1. η εταιρεία, ο σύλλογος, η ένωση, μια επίσημη ομάδα ανθρώπων που έχουν συγκεντρωθεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    the Greek Language Association - η Ελληνική Γλωσσική Εταιρεία
    an athletic association - αθλητικός σύλλογος
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συναναστροφή, μια σχέση μεταξύ ανθρώπων ή οργανισμών
    I benefited a lot from my association with him.
    Κέρδισα πολλά από τη συναναστροφή μου μαζί του.
    The association of the child with his peers will help him in his socialization.
    H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση, η ψυχική σχέση μεταξύ ιδεών
    Success seems to have very little association with merit.
    Φαίνεται ότι η επιτυχία δεν έχει μεγάλη σχέση με την αξίας.
    I don’t want to have any association with this policy.
    Δεν θέλω να έχω σχέση με αυτή την πολιτική.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη relation
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση μεταξύ πραγμάτων όπου το ένα προκαλείται από το άλλο
    There is no association between the two events.
    Δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δυο γεγονότα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη relation

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
association associations

Προφορά

 

Ουσιαστικό

association (fr) θηλυκό

  1. ο σύλλογος, το σωματείο, ο σύνδεσμος
  2. η αλληλουχία
  3. η σύνδεση

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη associer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.