αρμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρμός οι αρμοί
      γενική του αρμού των αρμών
    αιτιατική τον αρμό τους αρμούς
     κλητική αρμέ αρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμός< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁρμός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρμός

Ουσιαστικό

αρμός αρσενικό

  1. το σημείο στο οποίο εφάπτονται δυο ή περισσότερες επιφάνειες
  2. το κενό, σχισμή, που δημιουργείται μεταξύ δυο επιφανειών που έχουν συνενωθεί
  3. οι κλειδώσεις στα κόκκαλα, η άρθρωση
  4. είδος εσωτερικού σύρτη πόρτας
  5. το ταίριασμα συγχορδιών και μελωδιών, δηλαδή η αρμονία

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αρμο- 

 και δείτε  αρμόδιος, αρμονία και την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar-

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.