οργανωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανωμένος η οργανωμένη το οργανωμένο
      γενική του οργανωμένου της οργανωμένης του οργανωμένου
    αιτιατική τον οργανωμένο την οργανωμένη το οργανωμένο
     κλητική οργανωμένε οργανωμένη οργανωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανωμένοι οι οργανωμένες τα οργανωμένα
      γενική των οργανωμένων των οργανωμένων των οργανωμένων
    αιτιατική τους οργανωμένους τις οργανωμένες τα οργανωμένα
     κλητική οργανωμένοι οργανωμένες οργανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οργανωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οργανώνω

Μετοχή

οργανωμένος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.