ιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιστός οι ιστοί
      γενική του ιστού των ιστών
    αιτιατική τον ιστό τους ιστούς
     κλητική ιστέ ιστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καράβι με τρεις ιστούς
αράχνη με τον ιστό της

Ετυμολογία

ιστός < αρχαία ελληνική ἱστός

Ουσιαστικό

ιστός αρσενικό

  1. (ανατομία) σύνολο όμοιων κυττάρων που έχουν όλα την ίδια λειτουργία
  2. (ναυτικός όρος) το κατάρτι
  3. ιστός της αράχνης: λεπτό μεταξένιο δίχτυ που πλέκεται από αράχνη και μέσα του παγιδεύονται έντομα
  4. (διαδίκτυο) όλες οι διασυνδέσεις μεταξύ των κόμβων (nodes) του διαδικτύου (internet)

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.