ιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιστός | οι | ιστοί |
| γενική | του | ιστού | των | ιστών |
| αιτιατική | τον | ιστό | τους | ιστούς |
| κλητική | ιστέ | ιστοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

καράβι με τρεις ιστούς
.jpg.webp)
αράχνη με τον ιστό της
Ετυμολογία
- ιστός < αρχαία ελληνική ἱστός
Ουσιαστικό
ιστός αρσενικό
- (ανατομία) σύνολο όμοιων κυττάρων που έχουν όλα την ίδια λειτουργία
- (ναυτικός όρος) το κατάρτι
- ιστός της αράχνης: λεπτό μεταξένιο δίχτυ που πλέκεται από αράχνη και μέσα του παγιδεύονται έντομα
- (διαδίκτυο) όλες οι διασυνδέσεις μεταξύ των κόμβων (nodes) του διαδικτύου (internet)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.