συνδεσμώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνδεσμώτης | οι | συνδεσμώτες |
| γενική | του | συνδεσμώτη | των | συνδεσμωτών |
| αιτιατική | τον | συνδεσμώτη | τους | συνδεσμώτες |
| κλητική | συνδεσμώτη | συνδεσμώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
συνδεσμώτης αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συνδεσμώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.