δέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

δέω (ενεργητική φωνή ενεστώτα μόνο στο γ' πρόσωπο)  δείτε τη λέξη δει

  1.  δείτε τη λέξη πρέπει
  2. μπορώ να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό  δείτε τη λέξη εδέησα
  3. καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
    επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
  4. (στο γ' πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
    εδέησε να βρέξει



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

δέω < λείπει η ετυμολογία
  • σημασία «δένω» ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία 2

δέω < λείπει η ετυμολογία
  • σημασία «έχω ανάγκη, χρειάζομαι» ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.