συνδετήρας

Νέα ελληνικά (el)

συνδετήρας (2) για χαρτιά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδετήρας οι συνδετήρες
      γενική του συνδετήρα των συνδετήρων
    αιτιατική τον συνδετήρα τους συνδετήρες
     κλητική συνδετήρα συνδετήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κουτάκι με συνδετήρες (3) για συρραπτικό

Ετυμολογία

συνδετήρας < συνδέω

Ουσιαστικό

συνδετήρας αρσενικό

  1. εξάρτημα που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής
  2. μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει συνδεδεμένα φύλλα χαρτιού
  3. μεταλλικό καρφάκι σε σχήμα Π, το οποίο με τη βοήθεια ενός συρραπτικού κάμπτεται και συγκρατεί ενωμένα φύλλα χαρτιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.