συνδεσμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδεσμικός η συνδεσμική το συνδεσμικό
      γενική του συνδεσμικού της συνδεσμικής του συνδεσμικού
    αιτιατική τον συνδεσμικό τη συνδεσμική το συνδεσμικό
     κλητική συνδεσμικέ συνδεσμική συνδεσμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδεσμικοί οι συνδεσμικές τα συνδεσμικά
      γενική των συνδεσμικών των συνδεσμικών των συνδεσμικών
    αιτιατική τους συνδεσμικούς τις συνδεσμικές τα συνδεσμικά
     κλητική συνδεσμικοί συνδεσμικές συνδεσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνδεσμικός < σύνδεσμος

Επίθετο

συνδεσμικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με έναν σύνδεσμο
    (ανατομία) συνδεσμική κάκωση του γόνατος
    (γραμματική) συνδεσμική έκφραση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.