ανάρτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάρτηση | οι | αναρτήσεις |
| γενική | της | ανάρτησης* | των | αναρτήσεων |
| αιτιατική | την | ανάρτηση | τις | αναρτήσεις |
| κλητική | ανάρτηση | αναρτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναρτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάρτηση < αρχαία ελληνική ἀνάρτησις
- για τον διαδικτυακό όρο: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική post
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnaɾ.ti.si/
Ουσιαστικό
ανάρτηση θηλυκό
- το να αναρτά κάποιος κάτι
- (συνεκδοχικά) η δημοσιοποίηση μιας ανακοίνωσης σε κατάλληλο χώρο
- (πληθυντικός) σύστημα των μηχανοκίνητων τροχοφόρων οχημάτων που εξυπηρετεί την απόσβεση των κραδασμών και συνδέει ελαστικά το αμάξωμα με τους άξονες των τροχών, ελέγχοντας την πρόσφυση στην κίνηση
- (διαδίκτυο) δημοσίευση άρθρου, γνώμης, κλπ. στο διαδίκτυο (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.)
Μεταφράσεις
το να αναρτά κάποιος κάτι
σύστημα απόσβεσης κραδασμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.