liaison

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
liaison liaisons

Ουσιαστικό

liaison (fr) θηλυκό

  1. η σύνδεση
  2. η σχέση
  3. (γραμματική) ο σύνδεσμος
  4. ο δεσμός
  5. (γλωσσολογία) η μέθοδος προφορικής σύνδεσης ενός τελικού συμφώνου μιας λέξης με την επόμενη όταν αυτή αρχίζει από φωνήεν ή ένα h muet. Στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο παριστάνεται με το σύμβολο «  »
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.