εισερχόμενος σύνδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισερχόμενος σύνδεσμος < → δείτε τις λέξεις εισερχόμενος και σύνδεσμος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική incoming link
Πολυλεκτικός όρος
εισερχόμενος σύνδεσμος
- (διαδίκτυο) υπερσύνδεσμος που συνδέεται με άλλη σελίδα στον ίδιο ιστότοπο (website)
Αντώνυμα
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
εισερχόμενος σύνδεσμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.