συμβολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβολικός η συμβολική το συμβολικό
      γενική του συμβολικού της συμβολικής του συμβολικού
    αιτιατική τον συμβολικό τη συμβολική το συμβολικό
     κλητική συμβολικέ συμβολική συμβολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβολικοί οι συμβολικές τα συμβολικά
      γενική των συμβολικών των συμβολικών των συμβολικών
    αιτιατική τους συμβολικούς τις συμβολικές τα συμβολικά
     κλητική συμβολικοί συμβολικές συμβολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβολικός (που εξηγεί με σύμβολα) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symbolique) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱ.vo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβολικός

Επίθετο

συμβολικός, -ή, -ό

  1. που αποτελεί σύμβολο ή το χρησιμοποιεί
  2. που συμβολίζει, εκφράζει ή αποδεικνύει κάτι
  3. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε συμβολική

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σύμβολο, συν και βάλλω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμβολικός συμβολική τὸ συμβολικόν
      γενική τοῦ συμβολικοῦ τῆς συμβολικῆς τοῦ συμβολικοῦ
      δοτική τῷ συμβολικ τῇ συμβολικ τῷ συμβολικ
    αιτιατική τὸν συμβολικόν τὴν συμβολικήν τὸ συμβολικόν
     κλητική ! συμβολικέ συμβολική συμβολικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμβολικοί αἱ συμβολικαί τὰ συμβολικᾰ́
      γενική τῶν συμβολικῶν τῶν συμβολικῶν τῶν συμβολικῶν
      δοτική τοῖς συμβολικοῖς ταῖς συμβολικαῖς τοῖς συμβολικοῖς
    αιτιατική τοὺς συμβολικούς τὰς συμβολικᾱ́ς τὰ συμβολικᾰ́
     κλητική ! συμβολικοί συμβολικαί συμβολικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμβολικώ τὼ συμβολικᾱ́ τὼ συμβολικώ
      γεν-δοτ τοῖν συμβολικοῖν τοῖν συμβολικαῖν τοῖν συμβολικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβολικός < αρχαία ελληνική σύμβολ(ον) + -ικός

Επίθετο

συμβολικός, -ή, -ό (ελληνιστική κοινή)

  1. που εξηγεί με τη βοήθεια συμβόλων, αναπαραστατικός
  2. (Χρειάζεται επέκταση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.