συμβολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμβολικός | η | συμβολική | το | συμβολικό |
| γενική | του | συμβολικού | της | συμβολικής | του | συμβολικού |
| αιτιατική | τον | συμβολικό | τη | συμβολική | το | συμβολικό |
| κλητική | συμβολικέ | συμβολική | συμβολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμβολικοί | οι | συμβολικές | τα | συμβολικά |
| γενική | των | συμβολικών | των | συμβολικών | των | συμβολικών |
| αιτιατική | τους | συμβολικούς | τις | συμβολικές | τα | συμβολικά |
| κλητική | συμβολικοί | συμβολικές | συμβολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμβολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβολικός (που εξηγεί με σύμβολα) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symbolique) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.vo.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βο‐λι‐κός
Επίθετο
συμβολικός, -ή, -ό
- που αποτελεί σύμβολο ή το χρησιμοποιεί
- που συμβολίζει, εκφράζει ή αποδεικνύει κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε συμβολική
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Αναφορές
- συμβολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συμβολικός | ἡ | συμβολική | τὸ | συμβολικόν |
| γενική | τοῦ | συμβολικοῦ | τῆς | συμβολικῆς | τοῦ | συμβολικοῦ |
| δοτική | τῷ | συμβολικῷ | τῇ | συμβολικῇ | τῷ | συμβολικῷ |
| αιτιατική | τὸν | συμβολικόν | τὴν | συμβολικήν | τὸ | συμβολικόν |
| κλητική ὦ! | συμβολικέ | συμβολική | συμβολικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | συμβολικοί | αἱ | συμβολικαί | τὰ | συμβολικᾰ́ |
| γενική | τῶν | συμβολικῶν | τῶν | συμβολικῶν | τῶν | συμβολικῶν |
| δοτική | τοῖς | συμβολικοῖς | ταῖς | συμβολικαῖς | τοῖς | συμβολικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | συμβολικούς | τὰς | συμβολικᾱ́ς | τὰ | συμβολικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | συμβολικοί | συμβολικαί | συμβολικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβολικώ | τὼ | συμβολικᾱ́ | τὼ | συμβολικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | συμβολικοῖν | τοῖν | συμβολικαῖν | τοῖν | συμβολικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμβολικός < αρχαία ελληνική σύμβολ(ον) + -ικός
Επίθετο
συμβολικός, -ή, -ό (ελληνιστική κοινή)
- που εξηγεί με τη βοήθεια συμβόλων, αναπαραστατικός
- (Χρειάζεται επέκταση)
Πηγές
- συμβολικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμβολικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.