symbole

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Από το χριστιανικό λατινικό symbolum, σύμβολο της πίστης. < Από το κλασσικό λατινικό symbolus, σημείο αναγνώρισης. < Από το ελληνικό σύμβολον, αντικείμενο κομμένο στα δύο, που χρησιμεύει σαν σημείο αναγνώρισης σ'αυτούς που το φέρουν, εφόσον μπορούν να βάλουν μαζί (συμβάλλω) τα δύο κομμάτια.

Προφορά

 

Ουσιαστικό

symbole (fr) ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.