συμβολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμβολιστής | οι | συμβολιστές |
| γενική | του | συμβολιστή | των | συμβολιστών |
| αιτιατική | τον | συμβολιστή | τους | συμβολιστές |
| κλητική | συμβολιστή | συμβολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβολιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική symboliste < αρχαία ελληνική σύμβολον
Ουσιαστικό
συμβολιστής αρσενικό (θηλυκό: συμβολίστρια)
- (τέχνη) καλλιτέχνης (ζωγράφος, λογοτέχνης κ.λπ.) που ακολουθεί τον συμβολισμό
Μεταφράσεις
συμβολιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.