σημείο στίξης
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
σημείο στίξης ουδέτερο
- σύμβολο που χρησιμοποιείται στο γραπτό λόγο για να χωριστούν μεταξύ τους περίοδοι, προτάσεις ή λέξεις
Μεταφράσεις
σημείο στίξης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.