συμβάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβάλλω < (σύν) συμ + βάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβάλλω

Ρήμα

συμβάλλω, πρτ.: συνέβαλλα, αόρ.: συνέβαλα, παθ.φωνή: συμβάλλομαι, π.αόρ.: συμβλήθηκα/συνεβλήθην, μτχ.π.π.: συμβλημένος/συμβεβλημένος

  1. ενώνομαι
  2. βοηθώ, συνεισφέρω, συντείνω σε μια κοινή προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
  3. {στην παθητική φωνή, νομικός όρος)  δείτε τη λέξη συμβάλλομαι

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.