συμβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμβολισμός | οι | συμβολισμοί |
| γενική | του | συμβολισμού | των | συμβολισμών |
| αιτιατική | τον | συμβολισμό | τους | συμβολισμούς |
| κλητική | συμβολισμέ | συμβολισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική symbolisme < symbole < αρχαία ελληνική σύμβολον
Ουσιαστικό
συμβολισμός αρσενικό
- η έκφραση με σύμβολα κάποιων αφηρημένων εννοιών
- (λογοτεχνία, τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα του 19ου αιώνα που χρησιμοποιεί συγκεκριμένες έννοιες ως σύμβολα, για να εκφράσει αφηρημένες έννοιες, ιδέες ή συναισθήματα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.