διακριτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διακριτικό | τα | διακριτικά |
| γενική | του | διακριτικού | των | διακριτικών |
| αιτιατική | το | διακριτικό | τα | διακριτικά |
| κλητική | διακριτικό | διακριτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακριτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διακριτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.kɾi.tiˈko/ & /ðʝa.kɾi.tiˈko/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐κρι‐τι‐κό
Ουσιαστικό
διακριτικό ουδέτερο
- γνώρισμα ή σημάδι που χαρακτηρίζει ή διαφοροποιεί
- διακριτικό σημάδι στη γραφή όπως τόνος, πνεύμα, σημάδι προσωδίας
- ↪ παραδειγματα
- ελληνικά γράμματα με διακριτικά: ἁ ᾷ Ῥ ΐ
- λατινικά γράμματα με διακριτικά: é É ü ô
- → δείτε την Κατηγορία:Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)
Μεταφράσεις
διακριτικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διακριτικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διακριτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διακριτικός
- παλιότερη μορφή: διακριτικόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.