token

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

token (en)

  1. δείγμα
  2. σύμβολο, συμβολισμός, συμβολικός
  3. μάρκα
  4. πιστοποιητικό voucher
  5. πιόνι, πούλι
  6. λεκτική μονάδα
  7. (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) λεκτική μονάδα προγράμματος, σύμβολο, λεξικογραφική μονάδα, συμβολική οντότητα
     συνώνυμα: symbol
    δείτε επίσης: token στην αγγλική Βικιπαίδεια

Εκφράσεις

  • token gift: συμβολικό δώρο
  • gift voucher: δωροεπιταγή
  • discount gift: εκπτωτικό κουπόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.