συμβολοσειρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβολοσειρά οι συμβολοσειρές
      γενική της συμβολοσειράς των συμβολοσειρών
    αιτιατική τη συμβολοσειρά τις συμβολοσειρές
     κλητική συμβολοσειρά συμβολοσειρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμβολοσειρά < σύμβολο + σειρά

Ουσιαστικό

συμβολοσειρά θηλυκό

Σημειώσεις

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.