συμβόλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμβόλαιο τα συμβόλαια
      γενική του συμβολαίου
& συμβόλαιου
των συμβολαίων
    αιτιατική το συμβόλαιο τα συμβόλαια
     κλητική συμβόλαιο συμβόλαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμβόλαιο < αρχαία ελληνική συμβόλαιον < συμβάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱˈvo.le.o/

Ουσιαστικό

συμβόλαιο ουδέτερο

  • η γραπτή συμφωνία με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις το ένα απέναντι στο άλλο
    συμβόλαιο αγοράς κατοικίας
    το Κοινωνικό Συμβόλαιο είναι μια από τις θεμελιώδεις αντιλήψεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού

Εκφράσεις

  • ο λόγος μου συμβόλαιο: είμαι γνωστός για την εντιμότητά μου και όταν δίνω τον λόγο μου για κάτι ισοδυναμεί ηθικά με γραπτό συμβόλαιο

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.